Κουίνσι

Κουίνσι
(Quincy). Ονομασία τεσσάρων πόλεων των ΗΠΑ. 1. Πόλη (88.000 κάτ. το 2000) στην πολιτεία της Μασαχουσέτης, 12 χλμ. Ν της Βοστόνης. Έχει ναυπηγεία και λατομεία γρανίτη. Η Κ. είναι η πατρίδα δύο προέδρων των ΗΠΑ, του Τζον Άνταμς, δευτέρου κατά σειρά προέδρου, και του Τζον Κουίνσι Άνταμς, έκτου κατά σειρά προέδρου. 2. Πόλη (40.400 κάτ. το 2000) στην πολιτεία Ιλινόις. Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Μισισιπή. 3. Κωμόπολη (περ. 9.000 κάτ. το 2000) στην πολιτεία Φλόριντα. Είναι κέντρο παραγωγής καπνού. 4. Κωμόπολη (περ. 3.500 κάτ. το 2000) στην πολιτεία Καλιφόρνια, γνωστή ως κέντρο χειμερινών αθλημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Άνταμς, Τζον Κουίνσι — (John Quincy Adams, Κουίνσι, Μασαχουσέτη 1767 – Ουάσινγκτον 1848). Έκτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1825 29). Γιος του δεύτερου προέδρου των ΗΠΑ Τζον Άνταμς (βλ. λ.), σπούδασε, όπως και ο πατέρας του, νομικά στη Βοστόνη και… …   Dictionary of Greek

  • Ντε Κουίνσι, Τόμας — (Thomas de Quinsey, Γκρινχέιζ, Μάντσεστερ 1785 – Εδιμβούργο 1859). Άγγλος συγγραφέας. Πέρασε μια πολυτάραχη ζωή και τον διέκρινε ολοκληρωτική πρακτική ανικανότητα. Συγγραφέας αναρίθμητων άρθρων για τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και την οικονομία,… …   Dictionary of Greek

  • αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμς, Τζον — (John Adams, Κουίνσι, Μασαχουσέτη, 1735 – 1826). Δεύτερος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1797 1801). Γόνος παλιάς πουριτανικής οικογένειας (οι Αμερικανοί αντιμετώπιζαν πάντα με υποψία τους Ά. ως αριστοκράτες) πήρε δίπλωμα νομικής… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμς, Τσαρλς Φράνσις — (Charles Francis Adams, Βοστόνη 1807 – 1886). Αμερικανός πολιτικός, διπλωμάτης και συγγραφέας. Γιος του έκτου προέδρου των ΗΠΑ Τζον Κουίνσι Άνταμς (βλ. λ.), σπούδασε νομικά αλλά ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη σύνταξη πολιτικών άρθρων σε… …   Dictionary of Greek

  • Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν — (Martin Van Buren, 1782 1862). Αμερικανός πολιτικός και πρόεδρος των ΗΠΑ (1837 41). Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο… …   Dictionary of Greek

  • Μαν, Χόρας — (Horace Mann, Φράνκλιν, Μασαχουσέτη, 1796 – Γέλοου Σπρινγκς, Οχάιο 1859). Αμερικανός παιδαγωγός. Καταγόταν από φτωχή αγροτική οικογένεια. Κατάφερε ωστόσο να γίνει δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Μπράουν, απ’ όπου αποφοίτησε με διάκριση το 1819.… …   Dictionary of Greek

  • Μασαχουσέτη — (Massachusetts). Πολιτεία (21.465 τ. χλμ., 6.397.304 κάτ. το 2001) των βορειοανατολικών ΗΠΑ, στη Νέα Αγγλία, με πρωτεύουσα τη Βοστόνη. Συνορεύει με τις ομόσπονδες πολιτείες Νιου Χαμσάιρ και Βερμόντ στα Β, Νέα Υόρκη στα Δ, Κονέκτικατ και Ροντ… …   Dictionary of Greek

  • Τζάκσον, Άντριου — (Jackson, Ουάξχο, Νότια Καρολίνα 1767 – Νάσβιλ, Τενεσί 1845). Έβδομος πρόεδρος των ΗΠΑ. Τυπικός αντιπρόσωπος του Old West, ευθύς, γενναιόψυχος, αδιάλλακτος και ελάχιστα μορφωμένος, ήταν εξαιρετικά δημοφιλής. Στρατηγός, πολέμησε, μεταξύ άλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”